Στην άκρη μιας πόλης βυθισμένης σε σιωπή, εκεί όπου οι τοίχοι μιλούσαν με ρωγμές κι οι καμπάνες αντηχούσαν βαριά σαν στεναγμοί, περπατούσε ένα παιδί μόνο. Το έλεγαν Σολόμα . Το όνομά του θύμιζε θρόισμα σταχυών, μα η μορφή του έμοιαζε με σκιά που πάλευε να κρατήσει ένα μικρό κερί αναμμένο. Κρατούσε μια βαλίτσα δεμένη με σχοινί κι ένα αρκουδάκι με μάτια ξεθωριασμένα. Τα παπούτσια του φθαρμένα, μα η καρδιά του άθικτη. Οι άνθρωποι, όταν τον έβλεπαν, νόμιζαν πως κουβαλούσε κάτι εύθραυστο· σαν μια υπόσχεση που δεν έσβηνε, πως ακόμη κι η πιο μικρή σπίθα μπορεί να γίνει ήλιος. Τα βράδια, ξάπλωνε δίπλα στους τοίχους της πόλης και ψιθύριζε στο αρκουδάκι του ιστορίες: για σπίτια με ανοιχτά παράθυρα, για φίλους που ίσως τον περίμεναν, για έναν κόσμο που δεν γνώριζε, μα τον ένιωθε να τον καλεί. Και τότε, η σκιά γύρω του άρχιζε να μαλακώνει. Οι δρόμοι έμοιαζαν λιγότερο έρημοι, οι καμπάνες χτυπούσαν πιο γλυκά, σαν να δανείζονταν λίγη από την ελπίδα του. Γιατί ο...
Ο Αύγουστος περπατά αργά, με τα βήματά του βαριά από ήλιο που σβήνει, σαν να κουβαλάει ολόκληρο τον χρόνο σε μια ανάσα, σε μια τελευταία ματιά πριν χαθεί πίσω από το κατώφλι του φθινοπώρου. Η πόλη μοιάζει να κρατά την αναπνοή της, με το χώμα ακόμα ζεστό κάτω από τα πόδια, το κελάηδημα των πουλιών λιγοστό και νωχελικό, τα τζιτζίκια σιγούν, μα ο αέρας ακόμα φέρνει την ανάμνηση του ατελείωτου καλοκαιριού — των απογευμάτων που λιώσαμε σε γέλια, των βραδιών με αστέρια να πέφτουν σαν βροχή και της θάλασσας που αγκάλιαζε κάθε μας βήμα. Στην αυλή η κούνια κουνιέται ακόμα, σαν να χαιρετάει εκείνους που σίγουρα θα φύγουν, τραγουδώντας έναν ήσυχο αποχαιρετισμό, μ’ ένα γλυκό, μακρινό τραγούδι που θυμίζει: «Μείνετε εδώ λίγο ακόμα — η στιγμή δεν τέλειωσε». Τα δέντρα στέκονται βαρύθυμα, φύλλα χρυσά, κόκκινα και καφέ, αρχίζουν να πέφτουν απαλά στο χώμα, σαν να φυλάνε μέσα τους μνήμες που θα κρατήσουν τη ζεστασιά του ήλιου και της βροχής, το άρωμα των λουλουδιών που έλιωσα...