Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

🌙 Το παραμύθι του Σολόμα

    Στην άκρη μιας πόλης βυθισμένης σε σιωπή, εκεί όπου οι τοίχοι μιλούσαν με ρωγμές κι οι καμπάνες αντηχούσαν βαριά σαν στεναγμοί, περπατούσε ένα παιδί μόνο. Το έλεγαν Σολόμα . Το όνομά του θύμιζε θρόισμα σταχυών, μα η μορφή του έμοιαζε με σκιά που πάλευε να κρατήσει ένα μικρό κερί αναμμένο. Κρατούσε μια βαλίτσα δεμένη με σχοινί κι ένα αρκουδάκι με μάτια ξεθωριασμένα. Τα παπούτσια του φθαρμένα, μα η καρδιά του άθικτη. Οι άνθρωποι, όταν τον έβλεπαν, νόμιζαν πως κουβαλούσε κάτι εύθραυστο· σαν μια υπόσχεση που δεν έσβηνε, πως ακόμη κι η πιο μικρή σπίθα μπορεί να γίνει ήλιος. Τα βράδια, ξάπλωνε δίπλα στους τοίχους της πόλης και ψιθύριζε στο αρκουδάκι του ιστορίες: για σπίτια με ανοιχτά παράθυρα, για φίλους που ίσως τον περίμεναν, για έναν κόσμο που δεν γνώριζε, μα τον ένιωθε να τον καλεί. Και τότε, η σκιά γύρω του άρχιζε να μαλακώνει. Οι δρόμοι έμοιαζαν λιγότερο έρημοι, οι καμπάνες χτυπούσαν πιο γλυκά, σαν να δανείζονταν λίγη από την ελπίδα του. Γιατί ο...
Πρόσφατες αναρτήσεις

Ο Αύγουστος μας αποχαιρετά

  Ο Αύγουστος περπατά αργά, με τα βήματά του βαριά από ήλιο που σβήνει, σαν να κουβαλάει ολόκληρο τον χρόνο σε μια ανάσα, σε μια τελευταία ματιά πριν χαθεί πίσω από το κατώφλι του φθινοπώρου. Η πόλη μοιάζει να κρατά την αναπνοή της, με το χώμα ακόμα ζεστό κάτω από τα πόδια, το κελάηδημα των πουλιών λιγοστό και νωχελικό, τα τζιτζίκια σιγούν, μα ο αέρας ακόμα φέρνει την ανάμνηση του ατελείωτου καλοκαιριού — των απογευμάτων που λιώσαμε σε γέλια, των βραδιών με αστέρια να πέφτουν σαν βροχή και της θάλασσας που αγκάλιαζε κάθε μας βήμα. Στην αυλή η κούνια κουνιέται ακόμα, σαν να χαιρετάει εκείνους που σίγουρα θα φύγουν, τραγουδώντας έναν ήσυχο αποχαιρετισμό, μ’ ένα γλυκό, μακρινό τραγούδι που θυμίζει: «Μείνετε εδώ λίγο ακόμα — η στιγμή δεν τέλειωσε». Τα δέντρα στέκονται βαρύθυμα, φύλλα χρυσά, κόκκινα και καφέ, αρχίζουν να πέφτουν απαλά στο χώμα, σαν να φυλάνε μέσα τους μνήμες που θα κρατήσουν τη ζεστασιά του ήλιου και της βροχής, το άρωμα των λουλουδιών που έλιωσα...

Εντός

  Εντός (ποίηση σαν πάχνη) οι λίμνες (σαν σκιά που στάζει) δεν έχουν μνήμη. δεν ξεχνούν επειδή ποτέ δεν θυμήθηκαν. σε κοιτάζουν χωρίς να κυματίζουν, χωρίς να σε προσμένουν. η θάλασσα φωνάζει αλλά η λίμνη ονειρεύεται ότι είσαι ακόμη παιδί. μυρίζει πεύκο, λάσπη, σχεδόν θλίψη. ένα φύλλο που δεν βούλιαξε ποτέ μένει εκεί. κι εσύ καθισμένος δίπλα, χωρίς ρολόι, χωρίς “γιατί”. οι κουρτίνες παλιάς γιαγιάς με λουλούδια που μαράθηκαν αναστενάζουν στο φως του απογεύματος, σαν να θυμούνται εσένα, σαν να θυμούνται εμένα. δεν φυσάει κι όμως χορεύουν, προτού η σιωπή μαζέψει το φως και το σβήσει απαλά. σήμερα δεν άναψε το ψυγείο. σιωπή. ούτε ο γνώριμος βόμβος της καθημερινότητας. κάθισα στην καρέκλα δίχως σκιά παρατηρώντας την παύση να μεγαλώνει, σαν παιδί που δεν ήθελα να αφήσω ποτέ. η σελίδα είναι λευκή. όχι γιατί δεν έγραψα, αλλά γιατί δεν άντεξε. την άφησα δίπλα στο ποτήρι με νερό. ήπιε τα γράμματα, έβρεξε τη σιωπή. τώρα μυρίζει σύννεφο και θυμάται τις λίμνες, τα φύλλα, τα χέρια που καθόταν δίπ...

Κραγιόν και άλλες σιωπές

  Σήμερα δεν έβαλα κραγιόν. Ούτε για μένα, ούτε για σας. Τα χείλη μου είναι ρωγμές και λένε μόνο την αλήθεια. Με κοίταξα στον καθρέφτη κι ήμουν ακόμα εκεί. Όχι όπως μ’ έμαθαν — όρθια, αθόρυβη, χωρίς γωνίες. Ήμουν εκεί. Με όλα τα λάθη αναμμένα. Το σώμα μου δεν ζητά πια συγγνώμη. Δεν μαζεύεται σε καρέκλες. Δεν κρατά την ανάσα του σε meetings. Δεν φοβάται τα βλέμματα. Φοβάται μόνο να ξεχαστεί. Κάποτε νόμιζα πως "θηλυκότητα" είναι κάτι που φοριέται. Τώρα ξέρω: είναι κάτι που επιβιώνει. Μου μάθαν να προσέχω. Να μη δίνω αφορμές. Να περνάω απαρατήρητη σαν υποσημείωση. Να είμαι «σωστή». Όμως εγώ ήθελα να είμαι ολόκληρη . Να μιλάω κι ας μην αρέσει. Να ζητάω χώρο, κι όχι "κατανόηση". Περπατάω στον δρόμο και μετράω όχι βήματα, αλλά βλέμματα. Όχι θαυμασμό — αξιολόγηση. Κατηγορίες. Ρούχα. Στήθος. Απόψεις. Δεν είμαι από αυτές που «δεν έχουν κάτι να πουν». Έχω κρατήσει σημειώσεις από κάθε φορά που με έκαναν σκηνή αντί για πρωταγωνίστρια. ...

Στην ανάσα της σκιάς

Στέκομαι μόνος. Ένα χαμηλό φως ρίχνει σκιές στο πρόσωπό μου και ο καθρέφτης απέναντι με κοιτάζει αμίλητος, όπως πάντα. Πόσες φορές στάθηκα μπροστά του και αναρωτήθηκα: Ποιος είμαι; Ποιος είμαι πραγματικά; Μια ερώτηση που με στοιχειώνει, που με σέρνει μαζί της όπως η θάλασσα σέρνει τα φύκια. Δεν είναι φόβος αυτό. Είναι κάτι πιο βαθύ. Κάτι που δεν έχει όνομα. Μια μελαγχολία που φωλιάζει στη ρίζα της ψυχής και δεν ζητά εξηγήσεις — μόνο παραμένει. Όλοι γύρω μου φαίνονται να ξέρουν ποιοι είναι. Εγώ όμως, κάθε φορά που προσπαθώ να με ορίσω, χάνω το σχήμα μου. Είναι σαν να περπατάω σε έναν δρόμο χωρίς τέλος, με χιλιάδες φώτα να με τυφλώνουν. Ξέρω μόνο ότι δεν μπορώ να σταματήσω να βαδίζω, όσο κι αν με κουράζει. Τα πράγματα ποτέ δεν είναι όπως τα φανταστήκαμε. Από μικρά παιδιά μας λένε πως θα βρούμε τον δρόμο μας, πως ο κόσμος μας περιμένει. Μα ποιος κόσμος; Αυτός που αλλάζει μορφή κάθε μέρα; Αυτός που υπόσχεται και ύστερα σιωπά; Πώς να βρω τη θέση μου, όταν ακόμα παλεύω με την ύ...

Το Δέντρο που Έπαιζε Φλογέρα

Ήταν ένα δέντρο ψηλό — όχι από περηφάνια, μα από βαθιά προσμονή. Τα φύλλα του ψιθύριζαν με τις μελωδίες του ανέμου, κι ο κορμός του έκρυβε στην καρδιά του μια μικρή φλογέρα. Δεν την έπλασε άνθρωπος. Την έπλασε η άνοιξη, μια μέρα που χόρευε με τα πουλιά. Το δέντρο δεν ήξερε λέξεις, μα ήξερε νότες. Κάθε αυγή, πριν ξυπνήσουν οι παπαρούνες, έπαιζε. Έπαιζε για τις πεταλούδες, για τις στάλες της πρωινής δροσιάς, για το σπουργίτι που έχασε τη μητέρα του. Κι η μελωδία του ήταν γέλιο νεογέννητου ήλιου, και χάδι που δεν ξέχασε ποτέ. Όποιος περνούσε, σταματούσε. Όχι από περιέργεια — από σεβασμό. Γιατί ήξερε: το δέντρο δεν έπαιζε για να το ακούσουν — έπαιζε γιατί έτσι αγαπούσε. Μια βραδιά του Αυγούστου, που το φεγγάρι φόρεσε το ολόγιομο φόρεμά του, το δέντρο αποφάσισε να κατέβει. Έστειλε ρίζες σαν πόδια, κούνησε τα φύλλα σαν ώμους, και — δίχως θόρυβο — πήρε τον δρόμο για τη θάλασσα. Εκεί, στο μικρό θεατράκι της αμμουδιάς, όπου οι καρέκλες ήταν κοχύλια και η ...

Άνθρωποι Σκούφοι

"Μερικές φορές, οι πιο δυνατοί άνθρωποι δεν λένε τίποτα. Μόνο στέκονται." Δεν θυμάμαι πότε τον είδα πρώτη φορά. Ίσως γιατί, για να θυμηθείς κάτι, πρέπει πρώτα να το αναγνωρίσεις. Και εκείνος δεν έμοιαζε με κανέναν που είχα γνωρίσει. Καθόταν πάντα στο ίδιο σημείο, στην άκρη της μεγάλης αίθουσας του παλιού μουσείου. Εκεί όπου οι προβολείς δεν έφταναν ποτέ ακριβώς — μόνο μια υποψία φωτός, σαν αναστεναγμός. Μαύρο τζιν, ξεβαμμένο. Φανέλα χωρίς σχέδιο. Σκούφος, πάντα τραβηγμένος χαμηλά. Ποτέ δεν τον είδα να βγάζει τον σκούφο. Ακόμα και όταν όλοι φορούσαν κοστούμια και έπιναν κρασί κάτω από πίνακες που κανείς δεν ήξερε τι απεικόνιζαν. Τον παρατηρούσα καιρό, χωρίς να με βλέπει. Ή τουλάχιστον, έτσι πίστευα. Ίσως, στην πραγματικότητα, ήταν ο μόνος που με έβλεπε στ’ αλήθεια. Την πρώτη φορά που στάθηκα δίπλα του, δεν μιλήσαμε. Δεν έκανε ούτε νεύμα. Και όμως, ο τρόπος που κρατούσε τα χέρια του πίσω από την πλάτη, ο τρόπος που κοιτούσε τον κεντρικό πίνακα με μια σχεδόν ενοχική προ...

Η Γυναίκα με τους Ηλίανθους

  Η βροχή έπεφτε με το βάρος των κρυφών της ιστοριών, μαστιγώνοντας αργά τους δρόμους της πόλης. Ο ουρανός είχε ένα γκρι χρώμα βαριάς κουβέρτας, και οι σταγόνες έπεφταν χωρίς να κάνουν θόρυβο, σαν να ήθελαν να κρατήσουν μυστικά που κανείς δεν έπρεπε να ακούσει. Μέσα σ’ αυτό το αδιάκοπο γκρίζο, περπατούσε εκείνη. Μια γυναίκα βγαλμένη από παραμύθι, που έμοιαζε να ξεπήδησε από έναν κόσμο που οι άλλοι είχαν ξεχάσει. Το φόρεμά της ήταν πορτοκαλί — όχι απλά ένα χρώμα, αλλά μια φλόγα που έκαιγε μέσα στην υγρασία της βροχής. Το ύφασμα κολυμπούσε γύρω της σαν φως που αντιστέκεται στην παγωνιά, αντανακλούσε σταγόνες και τις μετέτρεπε σε μικρές φλόγες που χόρευαν στον αέρα. Τα μαλλιά της, καστανά και πυκνά, γλίστρησαν στα μάτια της, υγρά και βαριά, σαν να κουβαλούσαν τις μυρωδιές των καλοκαιριών που ποτέ δεν έφτασαν. Δεν είχε ομπρέλα, δεν έτρεχε. Έμενε ακίνητη, σαν να ήθελε να νιώσει κάθε σταγόνα που χτυπούσε το δέρμα της, κάθε ψίθυρο του ανέμου που περνούσε ανάμεσα στα δέντρα ...